οὐράνιος

οὐράνιος
οὐράνιος, ον (οὐρανός; Hom.+.—An adj. of two endings B-D-F §59, 2; W-S. §11, 1; Mlt-H. 157; Attic wr. predom. form the fem. in-ία) belonging to heaven, coming from or living in heaven, heavenly (Diod S 6, 2, 8 τοὺς οὐρανίους θεούς; IAndrosIsis, Hymn to Anubis fr. Chios 1 p. 139; SEG VIII, 2 [117/18 A.D.] θεοῦ ἁγίου οὐρανίου; other exx. of οὐ. as a designation of gentile deities: Syria 6, 1925, p. 355, 4; Philo, Omn. Prob. Lib. 130; Jos., C. Ap. 1, 254f τ. οὐρανίους θεούς; SibOr 3, 19; 286 θεὸς οὐ.—ἡ οὐ. φωνή Iren. 3, 12, 7 [Harv. II 60, 1]; παράδειγμα πόλεως οὐρανίας Orig., C. Cels. 5, 43, 18; ἀναστὰς … οὐράνιον ἕξεις πολιτείαν Did., Gen. 104, 19) ὁ πατὴρ ὑμῶν (or μου) ὁ οὐράνιος (Just., A I, 15, 8) Mt 5:48; 6:14, 26, 32; 15:13; 18:35 (v.l. ἐπουράνιος); 23:9. Cp. 1 Cor 15:47 v.l. στρατιὰ οὐράνιος the heavenly host or army (=צְבָא הַשָׁמַיִם 3 Km 22:19 ἡ στρατιὰ τοῦ οὐρανοῦ; ἡ οὐρανία στρατιά Orig., C. Cels. 8, 67, 15) Lk 2:13 (v.l. οὐρανοῦ). ἡ οὐράνιος ὀπτασία the heavenly vision Ac 26:19. ἡ οὐράνιος βασιλεία = ἡ βας. τῶν οὐρανῶν MPol 22:3.—M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οὐράνιος — heavenly masc nom sg οὐράνιος heavenly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐράνιος — heavenly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουράνιος — α, ο (ΑΜ ουράνιος, ία ον, θηλ. και ος) [ουρανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό ή αυτός που βρίσκεται στον ουρανό ή αυτός που προέρχεται από τον ουρανό (α. «ουράνια φαινόμενα» τα φαινόμενα τα οποία εξελίσσονται στον ουρανό β. «φυτὸν… …   Dictionary of Greek

  • ουράνιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό, που συμβαίνει στον ουρανό, που προέρχεται από τον ουρανό: Ουράνια σώματα. – Ουράνια φαινόμενα. 2. ως ουσ., ουράνια, τα η έκταση του ουρανού, ουράνια περιοχή, ο ουρανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οὐρανίω — οὐράνιος heavenly masc/neut nom/voc/acc dual οὐράνιος heavenly masc/neut gen sg (doric aeolic) οὐράνιος heavenly masc/fem/neut nom/voc/acc dual οὐράνιος heavenly masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανίως — οὐράνιος heavenly adverbial οὐράνιος heavenly masc acc pl (doric) οὐράνιος heavenly adverbial οὐράνιος heavenly masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐράνιον — οὐράνιος heavenly masc acc sg οὐράνιος heavenly neut nom/voc/acc sg οὐράνιος heavenly masc/fem acc sg οὐράνιος heavenly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανίων — οὐράνιος heavenly fem gen pl οὐράνιος heavenly masc/neut gen pl οὐράνιος heavenly masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανίοιο — οὐράνιος heavenly masc/neut gen sg (epic) οὐράνιος heavenly masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανίοις — οὐράνιος heavenly masc/neut dat pl οὐράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανίοισι — οὐράνιος heavenly masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) οὐράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”